- σερνικός
- η , ό мужского пола (тк о животных);
σερνικό γατί — котёнок-самец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σερνικό γατί — котёнок-самец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σερνικός — ιά, ό, Ν αρσενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ασερνικός < αρσενικός* με μετάθεση τού ρ ] … Dictionary of Greek
σερνικός — ή, ό αρσενικός: Σερνικό άλογο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερνικοβότανο — και αρσενικοβότανο, το, Ν κοινή ονομασία διαφόρων ορχιδωδών φυτών που απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, ιδίως τού γνωστού με τη λόγια ονομασία ὄρχις ο άρρην, κν. σαλέπι, και τών οποίων τις κονδυλώδεις ρίζες και τον ζωμό τους η λαϊκή παράδοση θεωρεί,… … Dictionary of Greek
σερνικοχόρταρο — και σερνικοχόρτι και σερκοχόρτι, το, Ν το σερνικοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σερνικός / αρσενικός + χόρτο] … Dictionary of Greek
αρσενικός — αρσενικός, ή, ό και σερνικός, ή, ό ο άρρενας: Έχει δύο αρσενικά παιδιά και ένα θηλυκό· (γραμμ.), αρσενικό, το ένα από τα τρία γραμματικά γένη στα οποία ανήκουν τα λεγόμενα πτωτικά, ανεξάρτητα από το φυσικό τους γένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)